Φοίβος

Φοίβος
Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό.
* * *
ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, -οίβη, -ον, και φοιβός, -ή, -όν, Α
1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την αγνότητα καθώς και την λαμπρότητα, τη φωτεινότητα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φοίβη
μυθ. α) Τιτανίδα, κόρη τής Γαίας και τού Ουρανού, μητέρα τής Αστερίας, τής Εκάτης και τής Λητούς, η οποία κατείχε το Δελφικό μαντείο πριν από την έλευση τού Απόλλωνος ή, κατ' άλλους, η μητέρα τού θεού αυτού
β) προσωνυμία τής Αρτέμιδος
νεοελλ.
ως κύριο όν. αστρον. ο ένατος δορυφόρος τού πλανήτη Κρόνου και ο πιο απομακρυσμένος από αυτόν
αρχ.
1. ως επίθ. α) καθαρός, αγνός και λαμπρός, φωτεινός
β) προφήτης
2. ως κύριο όν. (στην ποίηση) ο Ήλιος
3. (το θηλ. στον πληθ.) φοῑβαι
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κυρίως αἱ καθαραὶ καὶ λαμπραὶ τρίχες, παρὰ τὸ φοῑβος»
4. παροιμ. φρ. «Φοίβου ποτ' οὐκ ἐῶντος ἔσπειρεν τέκνα» — λεγόταν για τον πατέρα πολύ άσχημων παιδιών (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το επί θ. φοῖβος «καθαρός, αγνός» συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἀφικτόν
ἀκάθαρτον, μισητόν και ἀφικτρός
ἀκάθαρτος, μιαρός και ότι τα δύο θ. φοιβ- και φικ- πρέπει να θεωρηθούν μεταπτωτικές βαθμίδες μιας ΙΕ ρίζας με ληκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο *gw (ο οποίος αποδόθηκε με -κ- πριν από το οδοντικό -τ-, πρβλ. ὄκταλλος < ρίζα *okw-, βλ. όπωπα). Λεν υπάρχουν, όμως, άλλα στοιχεία που να βοηθούν σε έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της ρίζας, ενώ και μια ρίζα *ĝhwoigu- «φωτίζω, λάμψη», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική. Εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. με τον τ. ποιμήν, με τα λατ. purus «καθαρός» και pius «ευσεβής» ή με έναν αμάρτυρο αρχ. περσ. τ. *bigna- «λάμψη» δεν θεωρούνται πιθανές. Η λ., πιθανότατα, τονιζόταν αρχικά στη λήγουσα φοιβός (πρβλ. ἀοιδός, θοός, λοιπός και τα υπόλοιπα οξύτονα ον. δηλωτικά τού δράστη ενέργειας) και στη συνέχεια, στην προσωνυμία τού Απόλλωνος Φοῖβος, σημειώθηκε αναβιβασμός τού τόνου, ο οποίος γενικεύθηκε και επικράτησε και στο επίθ. φοῖβος. Από σημασιολογική, τέλος, άποψη, το επίθ. φοῖβος χρησιμοποιήθηκε πιθ. πρώτα ως προσωνυμία τού Απόλλωνος, τού θεού δηλαδή που εξαγνίζει, που καθαίρει (από όπου και η σημ. τού επιθ. φοῖβος «καθαρός, αγνός»), ο οποίος, όμως, είναι συγχρόνως στενά συνδεδεμένος με την έννοια τής μαντείας, τής προφητείας, γεγονός που ερμηνεύει τις αντίστοιχες σημ. ορισμένων παρ. και σύνθ. τ. (πρβλ. φοιβάζω, φοιβῶ, φοιβόληπτος, φοιβολόγος κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβός — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ή, όν, Α βλ. Φοίβος …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δέλφης, Φοίβος — (Δελφοί Βοιωτίας 1909 – 1988). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιώργου Κανέλλου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε κυρίως ποιήματα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί… …   Dictionary of Greek

  • Феб — (Φοϊβος) один из эпитетов древнегреческого бога Аполлона, как божества света (φοίβος чистый, светлый, одного корня С φάος, эол. φαϋος из φάFος). См. Аполлон …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • φοῖβον — φοῖβος pure masc acc sg φοῖβος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβε — Φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβε — φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβοι — Φοῖβος pure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”